ἀρύτω

ἀρύτω
ἀρύω
draw
pres subj act 1st sg (attic)
ἀρύω
draw
pres ind act 1st sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… …   Dictionary of Greek

  • αναρύτω — ἀναρύτω (Α) αντλώ, βγάζω νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αρύτω (αττ. τ. τού αρύω «αντλώ»). ΠΑΡ. αρχ. ανάρυσις] …   Dictionary of Greek

  • αρύταινα — ἀρύταινα, η (Α) 1. είδος δοχείου με μακρύ στενό στόμιο με το οποίο γέμιζαν λάδι τους λύχνους 2. λεκανάκι ή τάσι που χρησιμοποιούσαν στα λουτρά για να ρίχνουν επάνω τους νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρύτω, αττ. τ. του ρ. αρύω ή < αρυτήρ < αρύω] …   Dictionary of Greek

  • επαρύτω — ἐπαρύτω (Α) χύνω λάδι σε ένα αγγείο αντλώντας από άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρύτω «αντλώ νερό»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”